- φελλίνας
- φελλίνᾱς , φέλλινοςmade of corkfem acc plφελλίνᾱς , φέλλινοςmade of corkfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φελλίνας — ὁ, Α 1. ελαφρύς σαν τον φελλό 2. είδος παρυδάτιου πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + κατάλ. ινης / ινᾶς, άλλη μορφή τής κατάλ. ινος, κατά τα αρσ. σε ης (πρβλ. κερατ ίνας / κερατίνης)] … Dictionary of Greek